τορνεύω

τορνεύω
ΝΜΑ [τόρνος]
1. κατεργάζομαι μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό με τόρνο, τορνάρω
2. μτφ. επεξεργάζομαι περίτεχνα τον λόγο, γραπτό ή προφορικό (α. «τορνευμένες φράσεις» β. «ἵνα τὴν γλῶσσαν τορνεύσαντες λόγον διὰ χειλέων ἐκπέμψωσι», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. επεξεργάζομαι με σμίλη σμιλεύω
2. στρέφω, στριφογυρίζω κάτι σαν τρυπάνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τορνεύω — τορνεύω, τόρνεψα και τόρνευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τορνεύω — και τορνάρω τόρνεψα, τορνεύτηκα, τορνεμένος 1. επεξεργάζομαι με τόρνο ξύλα, μέταλλα κτλ. 2. μτφ., (για λόγο) επεξεργάζομαι περίτεχνα: Τορνεμένο ύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετορνευμένα — τορνεύω work with a lathe perf part mp neut nom/voc/acc pl τετορνευμένᾱ , τορνεύω work with a lathe perf part mp fem nom/voc/acc dual τετορνευμένᾱ , τορνεύω work with a lathe perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορνεύῃ — τορνεύω work with a lathe pres subj mp 2nd sg τορνεύω work with a lathe pres ind mp 2nd sg τορνεύω work with a lathe pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετορνευμέναι — τορνεύω work with a lathe perf part mp fem nom/voc pl τετορνευμένᾱͅ , τορνεύω work with a lathe perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετορνευμένον — τορνεύω work with a lathe perf part mp masc acc sg τορνεύω work with a lathe perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετορνευμένων — τορνεύω work with a lathe perf part mp fem gen pl τορνεύω work with a lathe perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετορνεῦσθαι — τορνεύω work with a lathe perf inf mp τορνεύω work with a lathe perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετορνεύσθω — τορνεύω work with a lathe perf imperat mp 3rd sg τορνεύω work with a lathe perf imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορνευόμενον — τορνεύω work with a lathe pres part mp masc acc sg τορνεύω work with a lathe pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”